-
1 άμαχον
ἄμαχοςwithout battle: masc /fem acc sgἄμαχοςwithout battle: neut nom /voc /acc sg——————ἄμαχον, ἄμαχοςwithout battle: masc /fem acc sgἄμαχον, ἄμαχοςwithout battle: neut nom /voc /acc sg -
2 ἄμαχον
Βλ. λ. άμαχον -
3 ἅμαχον
Βλ. λ. άμαχον -
4 ἄμαχον
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄμαχον
-
5 ἄμαχος
ᾰμᾰχος, -ον1 unconquerableἝκτορα Τροίας ἄμαχον ἀστραβῆ κίονα O. 2.82
ἄμαχον κακὸν ἀμφοτέροις διαβολιᾶν ὑποφάτιες P. 2.76
ὁ δἀνατείναις οὐρανῷ χεῖρας ἀμάχους (sc. Ἡρακλέης.) I. 6.41 c. inf., impossibleἄμαχον δὲ κρύψαι τὸ συγγενὲς ἦθος O. 13.13
dub., ἄμαχοί ( τινες) εἰς σοφίαν ?fr. 353. -
6 ἄμαχος
ἄμᾰχ-ος, ον,A without battle: hence,I with whom no one fights, unconquerable, of persons, Hdt.5.3, A.Pers. 856 (lyr.), Ar.Lys. 253, 1014 (lyr.);χεῖρες Pi.I.6(5).41
; , Isoc.5.139: c.inf.,πολύποδες.. πᾶν ὅτι οὖν φαγεῖν ἄ. Ael.VH1.1
, etc.: of places, impregnable, Hdt.1.84: of things, irresistible,κακόν Pi.P.2.76
;κῦμα θαλάσσης A.Pers.90
: of feelings, ; ; ἄ. πρᾶγμα, of a woman whose beauty is irresistible, X.Cyr.6.1.36;ἄ. φιλοφροσύνη Plu.2.667d
;ἄ. κάλλος Aristaenet.1.24
;ἄ. τρυφή Ael.NA16.23
:—ἄμαχόν [ἐστι] c. inf., like ἀμήχανον, 'tis impossible to do.., Pi.O.13.13. Adv.- ως
irresistibly,Luc.
Merc. Cond.3; incontestably, S.E.M.8.266.II [voice] Act., not having fought, taking no part in the battle, X.Cyr.4.1.16; ἄ. διάγειν to remain without fighting, Id.HG4.4.9: ἄμαχον, τό, non-combatants, Ael. Tact.2.2, cf. D.C.53.12;ἄ. νίκη
gained without fighting,Eun.
VS p.472 B.2 disinclined to fight, not contentious, <*>Ep. Ti.3.3, Ep.Tit.3.2, cf. Inscr.Cos 325;ἄ. ἐβίωσα
Epigr Gr.387.6
(Apamea Cibotus). -
7 πρᾶγμα
πρᾶγμα, τό, ion. πρῆγμα, sehr häufig bei Her., das Gethane, Geschehene. die That, das Geschäft; τελευτὰν πράγματος, Pind. Ol. 13, 75; πράγματι παντὶ τιμὰν φέρειν, P 4, 278; τί σοι πέπρακται πρᾶγμα πλὴν τεύχειν κακά, Aesch. Eum. 122; τί τοῠδέ σοι μέτεστι πράγματος; 545; πρᾶγμ' ἀνὴρ πράσσων μέγα, Soph. El. 312; τὸ γὰρ πρᾶγμ' οὔτ' ἔδρασα, Ant. 239; übh. Sache, τί δ' εἰδὼς τοῠδε πράγματος πέρι, Ai. 734; φράσον μοι πρᾶγμ', ὅτῳ σ' ἐνύβρισαν, Phil. 342; ποῠ ποτ' εἰμὶ πράγματος; in welcher Lage, welchem Unglück? Trach. 374; vgl. ὁρᾷς τἀμὰ πράγματ' ὡς ἔχει, Eur. Alc. 281; ἐμοὶ οὐδὲν πρᾶγμα, ich habe damit Nichts zu schaffen, kümmere mich nicht darum, Med. 451; κοινὰ πρἀγματα, Staatsangelegenheiten, das allgemeine Beste, I. T. 1062, u. so öfter, ἐν ἡμῖν ἐστι τῆς πόλεως τὰ πράγματα, Ai. Lys. 82, τὰ πρήγματα τῶν Ἑλλήνων, das Staatsw, sen, die politische Macht. daz politische Interesse der Hellenen, Her. 7, 236. 237. 8, 136; so auch τὰ Περσικὰ πρήγματα, 3, 137, wie Aesch. Pers. 711 sagt διαπεπ όρϑηται τὰ Περσῶν πράγματα, die Staatsmacht; καταλαμβάνειν τὰ πράγματα, ἔχειν τὰ πρ., Thuc. 3, 30. 62. 72; οἱ ἐν τοῖς πράγμασιν, die, welche die Verwaltung des Staates in Händen haden, an den Staatsgeschäften Theil haben, 3, 28, wie Dem. 9, 56, πράττειν τὰ πολιτικὰ πράγματα, Plat. Apol. 31 d; ἐπιϑέσϑαι τοῖς ἐκεῖ πράγμασιν, Alc. I, 105. c. – Anders νεώτερα πράγματα ἐν τῇ πόλει γενέσϑαι, Neuerungen, Lys. 13, 6, νεωτέρων ἐπιϑυμοῠντες πραγμάτων, Xen. Hell. 5, 2, 9; – πράγματα παρέχειν τινί, Einem Mühe und Noth machen, Einem zu schaffen machen, Ar. Av. 931; Her. 7, 239; vgl. πάντα πράγματα παρέχειν τῷ σύζυγι, Plat. Phaedr. 254 a, u. öfter; Xen. An. 4, 1, 22; auch χώρᾳ, 1, 1, 11; u. πράγματα παρέχουσιν οἱ ἵπποι ἐπιμέλεσϑαι, Cyr. 4, 5, 46; πράγματα ἔχειν, Noth haben, geplagt sein, Plat. Gorg. 467 d; πράγματ' ἔχει διερευνώμενος, Theaet. 174 b; vgl. Her. 7, 147; Xen. Cyr. 1, 4, 5 u. öfter; auch εἰς πράγματα ἐμβάλλειν τινά, Luc. Tim. 39. – Ueberh. eine Sache, die nothwendig oder nützlich ist, worauf Etwas ankommt; πρᾶγμά ἐστί μοι, mit folgendem infin., es kommt darauf an, es ist angemessen, rathsam, opus est, Her. 4, 11. 7, 12, vgl. 1, 17. 79. 207. 7, 13; und οὐδὲν πρᾶγμα, es ist keine Sache, worauf es ankommt, es ist Nichts daran gelegen, Plat. Gorg. 447 b Conv. 198 e u. öfter; εἰ έν ἑτέραις συλλαβαῖς ἢ ἐν ἑτέραις τὸ αὐτὸ σημαίνει, οὐδὲν πρᾶγμα, Crat. 393 d; ἐμοὶ οὐδὲν πρᾶγμα φύρεσϑαι πρὸς τὸν ἄνϑρωπον, Hipp. mai. 291 a; Xen. An. 6, 4, 8 ὅτι οὐδὲν εἴη πρᾶγμα, es habe Nichts zu bedeuten. Auch διομνύμενος μηδὲν εἶναι σοὶ καὶ Φιλίππῳ πρᾶγμα, Dem. 18, 283, du habest Nichts mit dem Philipp zu schaffen, u. öfter; – πρῆγμα ποιεῖσϑαί τι, Etwas zu einer Sache von Bedeutung machen, es als eine Sache von Wichtigkeit nehmen, behandeln, darauf achten, Her. 7, 150; πρῆγμα οὐδὲν ποιεῖσϑαι, Nichts daraus machen, nicht darauf achten, 6, 63; eben so οἷς μηδὲν ἦν πρᾶγμα τοῠ πολέμου, die sich um den Krieg nicht kümmerten, Plut.; ὅτι πρᾶγμά τι εἴη, ein schlimmer Punkt, ein Hinderniß, Xen. An. 4, 1, 17. – Zuweilen auch von einzelnen Personen od. Dingen, μέγα πρᾶγμα, ein großes Ding, Stück, sowohl von Menschen ( Dem. 35, 15) als Thieren (vgl. Alexis bei Ath. III, 123 e, πρᾶγμα δ' ἐστί μοι μέγα φρέατος); πονηρὸν. τὸ πρᾶγμα, das ist ein schlimmes Ding; daher ἦν μέγιστον πρῆγμα Δημοκήδης παρὰ βασιλέϊ, er war ein großes Ding beim Könige, galt viel bei ihm, Her. 3, 132; ἄμαχον πρᾶγμα, von einem Weibe, Xen. Cyr. 6, 1, 36. – Ganz allgemein, der Zustand, vgl. πράσσω, τὸ σὸν τί ἐστι πρᾶγμα; was ist deine Sache, wie steht es mit dir? Plat. Apol. 20 c; φαῠλον γὰρ ἂν εἴη τὸ ἐμὸν πρᾶγμα, es stände ja sonst schlecht mit mir, Hipp. mai. 286 e; ἐν τοιούτοις πράγμασιν ὄντες, in solcher Lage, Xen. An. 2, 1, 16; bes. vom Unglück, ἀδύνατον τοσούτους τρέφειν ἐν τοιούτοις πράγμασιν, Mem. 2, 7, 2; οὔτ' εἰ ἀγαϑῷ, οὔτ' εἰ κακῷ πράγματι, etwas Gutem oder Bösem, Plat. Prot. 312 c, u. öfter so, wo wir Deutschen das Neutrum des Adject. substantivisch brauchen. – Bei Pol. ist πράγματα oft opes, Macht, πραγμάτων ἱκανῶν κύριος, 1, 2, 5 u. sonst; ἐπέστη ἐπὶ τὰ πράγματα, 5, 41, 2; ἐδέξατο τὰ πράγματα, rerum potitus est, Plut. Pomp. 5.
-
8 κακός
κακός, ή, όν, schlecht, im Allgem. Ggstz zu ἀγαϑός, was zu vergleichen; – 1) von Zuständen lebendiger Wesen und lebloser Dinge, schlecht in seiner Art, untauglich, nicht so, wie es seiner Natur od. Bestimmung nach sein könnte oder sollte, κακὰ εἵματα, Hom., von Personen = untüchtig zu einem Geschäft, nichtsnutzig, νομῆες Od. 17, 246; κακὸς δ' αἰδοῖος ἀλήτης, der verschämte Bettler versteht sein Gewerbe schlecht, ist ein schlechter Landstreicher, 17, 578; so ἰατρός Aesch. Prom. 471, ποιμήν Ag. 643; ναύτης, κυβερνήτης, Eur. Andr. 458 Suppl. 880; μάγειρος Plat. Phaedr. 265 e; nähere Bestimmungen werden im acc. hinzugesetzt, πάντα γὰρ οὐ κακός εἰμι, μετ' ἀνδράσιν ὅσσοι ἄεϑλοι Od. 8, 214; εἰ μὴ 'γὼ κακὸς γνώμην ἔφυν, d. i. wenn ich richtig urtheile, Soph. Phil. 898; κακοὺς πᾶσαν κακίαν Plat. Rep. VI, 490 d; auch dat., κακοὶ γνώμαισιν Soph. Ai. 493, unverständige; mit Präposit., κακὸς περὶ τὰ χρήματα Plat. Clitoph. 407 b; κακὸς εἰς φίλους Eur. Or. 424 Med. 84, wofür Or. 738 φίλοις steht; mit dem inf., κακὸς μανϑάνειν Soph. O. R. 545; κακὸς μένειν δόρυ Eur. Heracl. 744; ὑπουργεῖν, untüchtig zu dienen, Ar. Pax 422. – Bes. a) von Männern u. Kriegern = verzagt, muthlos, untauglich zum Kriege, feig, Il. 13, 279, Ggstz ἀγαϑός, ibd. 284, wie ἐσϑλός, 2, 365 u. öfter; καὶ ἄναλκις 8, 153 Od. 3, 375; κακὸς πρὸς αἰχμήν Soph. Phil. 1290; κακὸς καὶ ἄϑυμος Her. 7, 11, vgl. 104. 8, 68; καὶ δειλός Plat. Menex. 246 e; οἱ δειλοὶ καὶ ἄφρονες κακοί Gorg. 498 c; Xen. An. 1, 9, 15 u. öfter; οὐδ' ἑνὶ ἐπιτρέψονται κακῷ εἶναι 3, 2, 31, seine Schuldigkeit im Kriege nicht zu thun. – b) von schlechter Herkunft od. Geburt, niedrig, gemein, arm (vgl. den Ggstz ἀγαϑός); so Od. 6, 187 ἐπεὶ οὔτε κακῷ οὔτ' ἄφρονι φωτὶ ἔοικας, Ζεὺς δ' αὐτὸς νέμει ὄλβον; 4, 64 ἀνδρῶν γένος ἐστὲ διοτρεφέων βασιλήων· ἐπεὶ οὔ κε κακοὶ τοιούςδε τέκοιεν; Soph. οὐδ' ἐὰν τρίτης ἐγὼ μητρὸς φανῶ τρίδουλος, ἐκφανεῖ κακή O. R. 1063, du wirst doch nicht gering, aus niederm Stande erscheinen. So auch von Kleidern, κακὰ εἵματα, ärmliche Kleider, Od. 11, 190 u. öfter. – c) von dem Aeußern, häßlich; εἶδος μὲν ἔην κακός, ἀλλὰ ποδώκης Il. 10, 316, wo Eust. δύςμορφος erkl., nach der Ansicht der alten Griechen, welche vornehme Geburt, körperliche Wohlgestalt u. kriegerischen Muth als nothwendig vereinigt betrachten; Paus. 8, 49, 3 τὸ δὲ εἶδος ἦν τοῦ προςώπου κακός. – d) daran reiht sich dann die in der weitern Entwickelung der Begriffe immer herrschender werdende Bdtg des sittlich Schlechten, Bösen, bes. niederträchtig, nichtswürdig u. boshaft; einzeln schon bei Hom., ἐν νόστῳ ἀπόλοντο κακῆς ἰότητι γυναικός Od. 11, 383; πῆμα κακὸς γείτων, ὅσσον τ' ἀγαϑὸς μέγ' ὄνειαρ Hes. O. 344; Ggstz ὁ χρηστός, Soph. Ant. 516 u. gew. in Prosa; κακὸς πρός τινα, schlecht gesinnt gegen, Thuc. 1, 86. – 2) von Sachen, unglücklich, schlimm, verderblich, was den Menschen Unglück bringt. So geläufig bei Hom. μοῖρα, αἶσα, κῆρες, μόρος, οἶτος, πῆμα, κήδεα, ϑάνατος, νόσος, ἕλκος u. ä.; auch χόλος, ἔρις u. ä., πόλεμος, κυδοιμός, πόνος, φύζα, auch ἄνεμος, ϑύελλα. So auch Tragg., κακὸς δαίμων Aesch. Pers. 346, μόρος 361, ἄλγη 831, τύχη, böses Geschick, Unglück, Ag. 1203; Soph. Ai. 316 u. öfter; ἄτη 123; von üblem Ruf, δόξα, Eur. Herc. Fur. 292; φάτις, φήμη, Soph. Ai. 186 Eur. Hel. 621; λόγοι, Schmähreden, Soph. Ant. 259; ῥήματα Ai. 239; ἔπη 1302; anders ἄγγελος κακῶν ἐπῶν Ant. 274; vgl. Il. 17, 701 κακὸν ἔπος ἀγγελέοντα, üble Botschaft bringend; von übler Vorbedeutung, ὄρνις Eur. Hel. 1057; ὁδὸς δύςποτμος καὶ κακή Soph. O. C. 1435; Odyss. 20, 87 αὐτὰρ ἐμοὶ καὶ ὀνείρατ' ἐπέσσευεν κακὰ δαίμων, unselige Träume; τάδε γ' ὧδε ϑεοὶ κακὰ τεκμήραντο Iliad. 6, 349. – Substantivisch, τὸ κακόν, Uebel, Unglück, Verderben, bei Hom. oft, δίδου δ' ἀγαϑόν τε κακόν τε Od. 8, 63, μέγα γὰρ κακὸν ἐγγύϑεν ἦεν 9, 423, ἀϑάνατον κακόν 12, 118, μὴ πού τι κακὸν πάσχωσιν ὀπίσσω Od. 2, 179, κακὰ πολλὰ μογήσας u. ä., wohin auch κακὰ μήδεσϑαί τινι, μητιάαν, ῥάπτειν gehören, wie die bei den Attikern so geläufigen Vrbdgn κακὸν ποιεῖν, ἐργάζεσϑαί τινα u. ä., Einem Böses anthun, die alle bei den Verbis angeführt sind; ἄμαχον κακόν Pind. P. 2, 76; ἦρξε τοῦ παντὸς κακοῦ Aesch. Pers. 427; ἄφερτον κακόν Ag. 1073; ἀτηρόν, ἀμήχανον, Eur. Med. 447 Andr. 353; οὐδ' εἴκεις κακοῖς, du weichst nicht dem Unglück, Aesch. Prom. 320; ἀναφυγαὶ κακῶν Ch. 931; ἀναρχίας μεῖζον οὐκ ἔστιν κακόν Soph. Ant. 668; εἰς κακὸν τοὺς φίλους ἄγειν 434; in Prosa, ἐκ κακῶν μεγάλων πεφευγότες Her. 1, 65, vgl. 3, 53; Thuc. 5, 65; ὑπὸ τοῦ κακοῦ νικώμενοι 2, 51; Pol. 5, 11, 1; ὁ τὰ κακὰ ἔχων, der Unglückliche, Plat. Legg. V, 731 d; ἀπαλλαγὴ εἴη κακῶν Rep. X, 610 d; bei Plat. auch im sittlichen Sinne das Böse, Laster, Bosheit; τὰ κακά, Feigheit, Xen. An. 3, 1, 25. – Adv. κακῶς, von Hom. an in denselben Verbdgn wie das adj., Ggstz εὖ, z. B. ἢ εὖ ἠὲ κακῶς νοστήσομεν, unglücklich, Il. 2, 253; κακῶς πράσσειν, Tragg. u. in Prosa, in übler Lage sein, Unglück haben, s. πράσσω; κακῶς κακῶς Ag. 901 Soph. El. 337; κακῶς δρᾶν, ποιεῖν τινα, Einen schlecht behandeln, mißhandeln, kränken, Tragg. u. in Prosa, κακῶς ποιεῖν τι, beschädigen, verletzen, verderben, κακῶς λέγειν τινά, s. die Verba; κακῶς ζῆν, Plat. Gorg. 512 b, u. sonst in Prosa. – Comparat. κακώτερος, Hom., z. B. πλαγκτοσύνης δ' οὐκ ἔστι κακώτερον ἄλλο βροτοῖσιν, es giebt kein größeres Unglück für die Menschen, Od. 15, 342, u. einzeln bei sp. D., ἄνδρ' ἀγαϑὸν γεγαῶτα κακωτέρῳ ἀνέρι εἶξαι Ap. Rh. 3, 421; Theocr. 27, 21; in Prosa erst spät, wie Alciphr. 3, 62. – Gew. compar. κακίων, κάκιον, u. superl. κάκιστος, schon Hom., εἰ κακίων σέϑεν ἔλϑοι Od. 14, 56; κάκιστ' ἀνδρῶν Soph. Phil. 962, μόρος κάκιστος Ant. 485, u. sonst bei den Tragg., wie in Prosa, ὅστις ἐμοῦ κάκιον ἐπαιδεύϑη Plat. Menex. 236 a, τὸν ἄριστον καὶ τὸν κάκι-στον ἄνδρα Rep. VIII, 544 a; – κακῑότερος hat Strat. 6 (XII, 7) gebildet. – Der Bdtg nach wird auch χείρων, χείριστος u. ἥσσων, ἥκιστος als compar. u. superl. zu κακός gebraucht, die man vgl. – Zu bemerken ist noch die häufige Verbindung des adj. u. adv., κακὸν κακῶς νιν ἐκτρῖψαι βίον Soph. O. R. 248, κακοὺς κακῶς φϑείρειαν Ai. 1370, vgl. Eur. Cycl. 268 Ar. Equ. 2. 189. 190; ἀπό σ' ὀλῶ κακὸν κακῶς Plut. 65, vgl. 418. 879. – In den Zusammensetzungen bezeichnet es zuweilen einen Fehler in dem Zuviel einer Eigenschaft, so daß es für ἄγαν zu stehen scheint, gew. aber stimmt es in der Bdtg mit δυς-überein u. drückt das Schlechte, Ueble, Unglückliche aus; oft deutet es auch nur an, daß die Sache in zu geringem Maaße vorhanden sei.
-
9 θάλασσα
θάλασσα, ἡ, att. ϑάλαττα (verwandt mit ἅλς), das Meer, von Hom. an überall; die Beiwörter εὐρύπορος, ἀτρύγετος, πολύφλοισβος, ἁλμυρός u. ä. s. besonders; – ἥδε ἡ ϑάλασσα, ἡ καϑ' ἡμᾶς ϑ., ἡ ἔσω od. ἐντὸς ϑάλ. ist das mittelländische Meer, Her. 1, 1. 185. 4, 39, u. so auch Folgde, Pol. 1, 3, 9. 3, 39, 2 u. Sp.; auch ἡ παρ' ἡμῖν ϑάλαττα, Plat. Phaed. 1 13 a; der Ocean ist ἡ ἐκτός od. ἔξω ϑάλασσα, Her., Pol. 3, 57, 2 u. A.; – κατὰ γῆν καὶ κατὰ ϑάλατταν, sehr gewöhnlich, zu Waster u. zu Lande, auch κατὰ ϑάλατταν καὶ πε-ζῇ, Plat. Polit. 289 e; – das Meerwasser, ναῦς πλήρης ϑαλάττης Pol. 16, 5, 4; ὁ ἐκ ϑαλάσσης ἑψόμενος τάριχος Diphil. Ath. III, 121 d. Bei Her. 8, 56 ein Brunnen mit salzigem Wasser, im Tempel des Erechtheus auf der Burg in Athen. – Uebertr. sagt Aesch. von dem herannahenden Heere ἄμαχον κῦμα ϑαλάσσης Pers. 90 u. vom Unglück κακῶν δ' ὥςπερ ϑάλασσα κῦμ' ἄγει Spt. 740; so einzeln bei Sp., wie sprichwörtl. ἀγαϑῶν ϑάλασσα, Zenob. 1, 9 ἐπὶ πλήϑους ἀγαϑῶν.
-
10 ἐχυρός
ἐχυρός ( ἔχω), haltbar, fest, sicher; ἐχυροῖς ἕρκεσιν εἴργειν ἄμαχον κῦμα Aesch. Pers. 89; ἡ νῆσος τὸν λιμένα ἐχυρὸν ποιεῖ Thuc. 4, 8; τὰ ἐχυρὰ τοῦ χωρίου neben τετειχισμένα 4, 9, wie χωρίον Xen. Cyr. 2, 4, 13 u. öfter, wie Pol., ein von Natur fester Ort; ἀπὸ ἐχυροῦ ποϑεν ὥςπερ νῠν ἐκ τῶν Θηβῶν ὁρμᾶσϑαι, von einem festen Punkte aus, Thuc. 1, 90; ἐλπίς 7, 41; ἐν ἐχ υρῷ εἶναι, in Sicherheit sein, Xen. Cyr. 3, 3, 27; ἐν τῷ ἐχυρῷ Thuc. 7, 77; ἐν ἐχυρωτάτῳ ποιεῖσϑαί τι, Etwas in die größte Sicherheit bringen, Xen. Cyr. 1, 6, 26; νομίζων ἐχυρὰ ὑμῖν παρέξεσϑαι, haltbare Gründe, Thuc. 1, 32; von Menschen, ὅςτις ἐχυρώτατος, τοῠτον φίλον ἔχειν 1, 35;. Σόλων πρὸς τοὺς καλοὺς οὐκ ἦν ἐχυρός Plut. Sol. 1. – Adv. ἐχυρῶς, Thuc. 5, 26; ἐχυρώτερον, 8, 24.
-
11 ὑπερ-εκ-πλήσσω
ὑπερ-εκ-πλήσσω (s. πλήσσω), über die Maaßen in Schrecken od. Erstaunen setzen, pass. ganz außer sich sein vor Staunen, ἐπί τινι, Xen. Cyr. 1, 4, 25; vor Furcht, ὑπερεκπεπληγμένος, Dem. 2, 5, wo darauf folgt ὡς ἄμαχόν τινα Φίλιππον; u. Sp., wie Luc. de dom. 3.
-
12 αμαχος
21) непреодолимый, непобедимый(ἔθνος Her.; δύναμις Plat.; στρατιά Plut.)
2) неприступный3) неотвратимый(κακόν Pind.; ἄλγος Eur.)
4) неопровержимый, убедительный(ὅ τόνος τῆς παρρησίας Plut.)
5) неотразимый, обаятельный(πρᾶγμα, sc. γυνή Xen., Plut.)
6) неисполнимый, невозможный(ἄμαχόν - sc. ἐστι - κρύψαι τι Pind.)
7) не участвовавший в сраженииτέν ἡμέραν ἄμαχοι διήγαγον Xen. — (этот) день они провели без боя
8) незлобивый, миролюбивый(ἀνήρ NT.)
-
13 θαλασσα
атт. θάλαττα (θᾰ) ἥ1) море (его обычные эпитеты: εὐρύπορος Hom. обширное, πολιά или πολιαινομένη Aesch. седое, т.е. покрытое белой пеной, ἀτρύγετος Hom., Hes. бесплодное, ἁλμυρά Eur. соленое, πολύφλοισβος Hom. вечно шумящее, рокочущее)κατὰ γῆν καὴ κατὰ θάλατταν или κατὰ θάλατταν καὴ πεζῇ Plat. — на море и на суше;
τὸ παρὰ θάλασσαν — приморская полоса, побережье (Ἀραβίης, Αἰγύπτου, τῇς Συρίης Her.);τὸ παρὰ θάλασσαν αὐτῆς Her. — приморская часть этой страны;θ. ἥ τοῦ Εὐξείνου πόντου Her. — море, именуемое Эвксинским;ἥδε ἥ θ. Hom., ἥ καθ΄ ἡμᾶς θ. Polyb., ἥ παρ΄ ἡμῖν θ. Plat., ἥ μεγάλη θ. Plut., ἥ ἔσω и ἥ ἐντὸς θ. Her., ἥ Ἀτλαντικέ θ. Arst., поздн. ἥ Μεσόγειος θ. — Средиземное море;2) перен. море, бездна, множество(κακῶν Aesch.)
ἄμαχον κῦμα θαλάσσης Aesch. — неодолимые полчища3) морская вода(ναῦς πλήρης θαλάττης Polyb.)
4) колодец морской воды ( в храме Эрехтея) Her. -
14 πραγμα
ион. πρῆγμα - ατος τό1) дело, действиеεἶναι ἐπὴ τοῖς πράγμασι Dem. — усердно заниматься делами2) занятие, профессия(γυναῖον π. Dem.)
τὸ σὸν τί ἐστι τὸ π. ; Plat. — чем ты занимаешься?3) событие, происшествиеτοῦ τὸν πατέρα κατέλαβε π. τοιόνδε Her. — с его отцом случилось вот что;
τὰ μετέωρα πράγματα Arph. — небесные явления;δῆλον ἦν, ὅτι π. τι εἴη Xen. — было ясно, что что-то творится4) предмет, вещьταὐτόν ἐστι τὸ κατὰ τὸν λόγον ἀποδοθὲν τῷ πράγματι Arst. — данное в определении совпадает с (самим) предметом;
ἐξ ἀρχῆς τὰ πράγματα φυόμενα Arst. — происхождение природы, возникновение вещей5) дело, отношениеσφίσι τε καὴ Ἀθηναίοις εἶναι οὐδὲν π. Her. — (эгинцы ответили), что с афинянами у них никаких дел (ничего общего) нет
6) дело, вопросσοὴ δὲ καὴ τούτοισι τοῖσι πρήγμασι τί ἐστι ; Her. — тебе-то что до этих дел?;
ἔξω τοῦ πράγματος λέγειν Isocr. — говорить не на тему7) обстоятельство, вещь(ἀργαλέον π. Arph.)
τὰ ἀνθρωπήϊα πράγματα Her. — человеческая жизнь;ἐν τούτοις ὄντες πράγμασι Xen. — находясь в этих обстоятельствах;δεινὸς πράγμασι χρῆσθαι Dem. — умеющий использовать обстоятельства;πολλάκις τὰ πράγματα οὐχ οὕτω πέφυκεν Dem. — часто обстоятельства складываются не так8) важное обстоятельство, значительная вещь, существенное условиеοὐδὲν π. Plat. — не имеет значения, неважно;
εὕρισκε π. οἱ εἶναι ἐλαύνειν ἐπὴ τὰς Σάρδις Her. — (Кир) пришел к заключению, что для него важно напасть на Сарды;οἷς μηδὲν ἦν π. τοῦ πολέμου Plut. — те, которые не интересовались войной;π. ποιήσασθαί τι Her. — придать чему-л. большое значение;οὐδὲν ἂν εἴη π. Her. — было бы совершенно незачемὁρᾶτε τὸ π. Dem. — вы (сами) видите это;
οἱ σωθέντες ἐκ τοῦ πράγματος Xen. — спасшиеся бегством от этого (нападения)10) существо, лицо, личностьτὸ ἄμαχον π. Xen. — неотразимое существо ( о женщине);
μέγιστον π. παρά τινι εἶναι Her. — быть весьма значительным (влиятельным) лицом при ком-л.11) печальное обстоятельство, несчастьеποῦ ποτ΄ εἰμὴ πράγματος ; Soph. — какое несчастье постигло меня?;
τεθνάναι τοῖς πράγμασι, τοῖς δ΄ ἔργοισι δ΄ οὔ Eur. — погибнуть в силу трагического стечения обстоятельств, а не по своей вине12) преимущ. pl. хлопоты, затруднения, тяготы, неприятности, заботы, беспокойства(πράγματα παρέχειν τινί Xen., Arph.)
πράγματα ἔχειν ἔν τινι Xen. — иметь хлопоты с чем-л.;ἄνευ πραγμάτων Xen., Dem. — без (всяких) хлопот;σὺν πράγμασι Xen. — со (многими) неприятностями;πράγματα παρέχειν τῇ χώρᾳ τινός Xen. — совершать набеги на чью-л. территорию;ζητεῖν καὴ πράγματα ἔχειν Plat. — мучительно искать13) pl. государство, державаτὰ Περσικὰ или τῶν Περσῶν πράγματα Her., Aesch. — персидское государство;
ἥ τῶν πραγμάτων σωτηρία Dem. — благо государства;τὰ ὅλα πράγματα Dem. — высшие государственные интересы14) pl. могущество, мощь, силаτὸ δυσμαχώτατον τῶν Φιλίππου πραγματων Dem. — наибольшая сила Филиппа (Македонского)15) pl. государственные дела, политическая властьοἱ ἔχοντες τὰ πράγματα и οἱ ἐν τοῖς πράγμασι Thuc., οἱ ἐπὴ τῶν πραγμάτων и οἱ ἐπὴ τοῖς πράγμασι Dem. — руководители государства;νεώτερα πράγματα Her., Xen., Lys. — политический переворот;εὐνούστατος τοῖς πράγμασι Lys. — безусловный сторонник (данного) государственного строя16) pl. козни, интригиτὰ πρός τινα πράγματα πράσσειν Thuc. — строить с чьей-л. помощью козни
-
15 ἀμφότερος
1 adj.a bothἀμφοτέροις ὁμοῖοι τοκεῦσι P. 2.47
καὶ κασίγνητοί σφισιν ἀμφότεροι ἤλυθον P. 4.124
“ καρτερὸς ὅρκος ἄμμιν μάρτυς ἔστω Ζεὺς ὁ γενέθλιος ἀμφοτέροις” P. 4.167 ἐκ μιᾶς δὲ πνέομεν ματρὸς ἀμφότεροι (sc. ἄνδρες καὶ θεοί.) N. 6.2 ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς, ἀμφοτέρας ἰὼν χειρός (καὶ ἀριστερᾶς καὶ δεξιᾶς. Σ.) N. 7.94 ἀμφοτερᾶν τοι χαρίτων σὺν θεοῖς ζεύξω τέλος, καὶ τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον χορεύων καὶ τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ (Boeckh e Σ: ἀμφοτέρων, -οις codd.: i. e. songs for both Thebe and Delos.) I. 1.6b double ἐσθὰς δ' ἀμφοτέρα μιν ἔχεν (v. l. ἀμφότερον) P. 4.792 pro subs.a masc., fem.ὅτ' ἀμφότεροι κράτησαν O. 9.84
ἄμαχον κακὸν ἀμφοτέροις διαβολιᾶν ὑποφάτιες (i. e. to both sides, slanderers and slandered) P. 2.76 παρ' ἀμφοτέροις (Peleus and Kadmos) P. 3.93 πατρὸς δ' ἀμφοτέραις ἐξ ἑνὸς ἀριστομάχου γένος Ἡρακλέος βασιλεύει (Lakedaimon and Thessaly) P. 10.2b neut. καί νυν ὑπ' ἀμφοτέρων σὺν Διαγόρᾳ κατέβαν (i. e. to the sound of the flute and lyre O. 7.13 ἐδόκησαν ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος on both sides O. 13.57 ἁμφοτέροισι δ' ἀνὴρ ὃς ἂν ἐγκύρσῃ (success and fame) P. 1.99 πολλοὶ μάρτυρες ἀμφοτέροις πιστοί (sign. dub.: τῷ τ' ἀληθεῖ καὶ τῷ ψευδεῖ. Σ.: ? your authority and your wealth cf. vv. 87—8) P. 1.883 ἀμφότερα pro adv., bothπέποιθα δὲ ξένον μή τιν' ἀμφότερα καλῶν τε ἴδριν ἅμακαὶ δύναμιν κυριώτερον δαιδαλωσέμεν O. 1.104
4 ἀμφότερον τε καί, both — and “ποθέω στρατιᾶς ὀφθαλμὸν ἐμᾶς, ἀμφότερον μάντιν τ' ἀγαθὸν καὶ δουρὶ μάρνασθαι” O. 6.17εἰ δ' ἀρετᾷ κατάκειται πᾶσαν ὀργάν, ἀμφότερον δαπαναῖς τε καὶ πόνοις I. 1.42
-
16 ἀστραβής
1 unswerving, steadfastἝκτορα Τροίας ἄμαχον ἀστραβῆ κίονα O. 2.82
-
17 δέ
δέ (the following combinations are to be found elsewhere: μέν δέ v. μέν. τε δέ v. τε δὲ δή v. δή. δ' ὦν v. ὦν. δέ τοι v. τοι. δὲ καί v. also καί. δαὖτε v. also αὖτε. δαὖ v. αὖ. δἄρα v. ἄρα. Since δέ is normallv used in a purely connective capacity, a decision between progressive and adversative δέ must often be arbitrary.)1 adversative.a opposing one sentence to what precedes (*, = following negative sentence)ἰδοῖσα δ O. 2.41
λείφθη δὲ O. 2.43
μαθόντες δὲ O. 2.87
κρύψε δὲ O. 6.31
μαντεύσατο δ O. 7.32
ἔστι δὲ O. 8.77
φέροις δὲ O. 9.41
ἕπεται δ O. 13.47
ἐξίει δ *P. 1.91χρὴ δὲ P. 2.34
, P. 2.88φέρειν δ P. 2.93
ἁδόντα δ P. 2.96
“ πεύθομαι δ” P. 4.38κλέπτων δὲ P. 4.96
ἐσσὶ δ P. 4.269
φαντὶ δ P. 4.287
λῦσε δὲ P. 4.291
εἰμὶ δ P. 8.29
ἔλπομαι δ P. 11.55
πειρῶντι δὲ P. 10.67
ἐλᾷ δὲ N. 3.74
ἔστι δ N. 3.80
διείργει δὲ N. 6.2
εἴργει δὲ *N. 7.6τυχεῖν δ N. 7.55
χρὴ δ' Pae. 2.56
θνᾴσκει δὲ fr. 121. 4. πέφνε δὲ fr. 135.Χάρις δ O. 1.30
ἁμέραι δ O. 1.33
αἰὼν δ (v. l. τ) O. 2.10λάθα δὲ O. 2.18
πένθος δὲ O. 2.23
ῥοαὶ δ *O. 2.33 πολλοὶ δὲ *O. 6.11τεθμὸς δὲ O. 8.25
Ἑρμᾶ δὲ O. 8.91
νεῖκος δὲ O. 10.39
ἀστῶν δ P. 1.84
ἀμφοτέροισι δ P. 1.99
ἑτέροισι δὲ P. 2.52
στάθμας δὲ *P. 2.90αἰὼν δ P. 3.86
παυροῖς δὲ P. 3.115
Μοῖραι δ P. 4.145
πόνων δ *P. 5.54 φάει δὲ *P. 6.14βία δὲ P. 8.15
δαίμων δὲ P. 8.76
βαιὰ δ P. 9.77
πατὴρ δὲ P. 9.11
ναυσὶ δ P. 10.29
φθονεροὶ δ P. 11.54
φθονερὰ δ N. 4.39
ἄλλοισι δ N. 4.91
τιμὰ δὲ N. 7.31
ἐλπίδες δ N. 11.22
κερδέων δὲ N. 11.47
πάντα δ I. 1.60
αἰὼν δὲ I. 3.17
δαίμων δ I. 7.43
ματρὸς δὲ Pae. 2.29
κέντρον δὲ fr. 180. 3.ἴσαις δὲ O. 2.61
ὑγίεντα δεἴ τις O. 5.23
ἀκίνδυνοι δ O. 6.9
ἄλλα δ O. 8.12
τερπνὸν δ O. 8.53
ἄγνωμον δὲ O. 8.60
κεῖνα δὲ O. 8.62
εὐανθέα δ P. 2.62
ἀδύνατα δ P. 2.81
“ σὸν δἄνθος” P. 4.158πότνια δ P. 4.213
εὐδαίμων δὲ P. 10.22
μυριᾶν δ *N. 3.42ἑκόντι δ N. 6.57
πὰν δὲ N. 10.29
ἀρχαῖαι δ N. 11.37
Πανελλάνεσσι δ *I. 4.29ἰατὰ δ I. 8.15
ματαίων δὲ Pae. 4.34
ἐμπείρων δὲ fr. 110. σφετέραν δαἰνεῖ fr. 215. 3.ὡς δ O. 1.46
εἰ δὲ O. 1.64
, O. 1.108ὅσοι δ O. 2.68
εἰ δ O. 3.42
ὅσσα δὲ P. 1.13
εἰ δὲ P. 3.63
, P. 3.80, P. 3.103, P. 9.50 ὅσαις δὲ *P. 10.28τῶν δ P. 10.61
εἰ δὲ P. 12.28
, N. 3.19ὃς δὲ N. 3.41
εἰ δ N. 5.19
, N. 5.50ὃς δ I. 1.50
εἰ δέ τις I. 1.67
ἐμοὶ δ O. 1.52
τὶν δ O. 10.93
ἐγὼ δὲ O. 10.97
, O. 13.49ἐμὲ δ O. 13.93
, P. 2.52τὶν δὲ P. 3.84
τὺ δ P. 8.61
ἐμοὶ δὲ P. 10.48
ἐγὼ δ N. 1.33
ἐμοὶ δ N. 4.41
ἐγὼ δὲ N. 7.20
ἐγὼ δ N. 8.38
σεῦ δ *N. 8.46ἐγὼ δὲ I. 1.32
ἄμμι δ I. 1.52
τὶν δ I. 5.17
ἐμοὶ δὲ I. 6.56
ἄμμι δ I. 7.49
ἐμοὶ δὲ Πα. 7B. 21.τοὶ δ O. 6.52
τὸν δ O. 13.92
“ τῶν δ” P. 4.41τὸν δ P. 4.101
τὸ δ P. 7.18
ὁ δὲ P. 8.48
“ τὸ δὲ” P. 8.51τά δ P. 8.76
P. 10.63 τὰν δ fr. 107a. 6 ὁ δ fr. 169. 26.τὸ δ O. 1.99
τῶν δ O. 2.15
τῶν δὲ *O. 12.9τὸν δὲ P. 1.95
ὁ δὲ P. 2.73
τὰν δ *P. 3.62τὸ δ P. 5.72
, P. 8.32ὁ δὲ P. 8.88
τὸ δὲ N. 6.55
N. 7.102ὁ δ N. 9.24
τὸ δ N. 11.43
, I. 5.19ὁ δ I. 7.39
ἐς δ O. 2.85
σὺν δὲ. O. 6.98ἀμφὶ δὲ O. 7.24
ἐν δὲ O. 7.94
ποτὶ δ P. 2.84
ἐν δαὖτε χρόνῳ P. 3.96
ἐν δ P. 8.92
σὺν δὲ N. 7.6
ἐν δ I. 5.53
ἐς δὲ fr. 133. 5. ἀνὰ δ' ἔλυσεν *N. 10.90αἰεὶ δ O. 5.15
ὅμως δὲ O. 10.9
νῦν δὲ O. 12.17
ἄλλοτε δ P. 3.103
εὐθὺς δ N. 1.54
νῦν δ I. 1.39
, I. 4.18 κρυφᾷ δὲ fr. 203. 2.b opposing one part of a sentence to the preceding negative part.μήτὦν τινι πῆμα πορών, ἀπαθὴς δαὐτὸς πρὸς ἀστῶν P. 4.297
ἄδικον οὔθ' ὑπέροπλον ἥβαν δρέπων, σοφίαν δ P. 6.49
καί μιν οὔπω τεθναότ, ἄσθματι δὲ φρίσσοντα πνοὰς ἔκιχεν N. 10.74
2 progressive, connective.a connecting sentences.λάμπει δὲ O. 1.23
ἔστι δ O. 1.35
ἔχει δ O. 1.59
ἕλεν δ O. 1.88
πέποιθα δὲ O. 1.103
ἕπεται δὲ O. 2.22
φιλεῖ δὲ O. 2.26
φύονται δὲ O. 4.25
ἵκων δὲ O. 5.9
ἀρχομένου δ O. 6.3
ἀντεφθέγξατο δ O. 6.61
ἵκοντο δ O. 6.64
τιμῶντες δ O. 6.72
εἶπον δὲ O. 6.93
τεῦξαν δ O. 7.48
μνασθέντι δ O. 7.61
ἐκέλευσεν δ O. 7.64
τελεύταθεν δὲ O. 7.68
κέκληνται δὲ O. 7.76
ἄνεται δὲ O. 8.8
ἦν δὲ O. 8.19
κατακρύπτει δὲ O. 8.79
θάλλει δ O. 9.16
ἀείδετο δὲ O. 10.76
χλιδῶσα δὲ O. 10.84
τρέφοντι δ O. 10.95
ἔστι δ O. 11.2
ἐθέλοντι δ O. 13.9
δέξαι δὲ (v. l. τε) O. 13.29νοῆσαι δὲ O. 13.48
φώνασε δ O. 13.67
εὕδει δ P. 1.6
φαντὶ δὲ P. 1.52
θέλοντι δὲ P. 1.62
ἔσχον δ P. 1.65
ἔμαθε δὲ P. 2.25
καιομένα δ P. 3.44
εἶπε δ P. 4.11
ἔπταξαν δ P. 4.57
ἧλθε δέ οἱ P. 4.73
τάφε δ P. 4.95
“ δύνασαι δ” P. 4.158 “ μεμάντευμαι δ” P. 4.163πέμψε δ P. 4.178
ἔειπεν δ P. 4.229
κτίσεν δ P. 5.89
ἄγοντι δὲ P. 7.13
αὔξων δὲ *P. 8.38ῥαίνων δὲ P. 8.57
ὑπέδεκτο δ P. 9.9
γεύεται δ P. 9.35
ἔστι δ N. 2.10
ἄρχε δ N. 3.10
δάμασε δὲ N. 3.23
ἕπεται δὲ N. 3.29
λεγόμενον δὲ N. 3.52
νύμφευσε δ N. 3.56
φρονεῖν δ N. 3.75
δέξαιτο δ N. 4.11
χαίρω δ N. 5.46
χρὴ δ N. 5.49
πέταται δ N. 6.48
ἀναπνέομεν δ N. 7.5
πέσε δ N. 7.31
ἐὼν δ N. 7.64
μαθὼν δὲ N. 7.68
δύνασαι δὲ N. 7.96
ἔβλαστεν δ N. 8.7
αὔξεται δ N. 8.40
χαίρω δὲ N. 8.48
ἔστι δ N. 9.6
ἔστι δὲ N. 10.20
ἐκράτησε δὲ N. 10.25
ἕπεται δὲ N. 10.37
μεταμειβόμενοι δ N. 10.55
λάμπει δὲ I. 1.22
ἔστιν δ I. 4.31
κρίνεται δ I. 5.11
κλέονται δ I. 5.27
τετείχισται δὲ I. 5.44
φέρε δεὔμαλλον μίτραν I. 5.62
φλέγεται δὲ I. 7.23
ἔτλαν δὲ I. 7.37
παυσάμενοι δ *I. 8.7χρὴ δὲ I. 8.15
εἶπε δ I. 8.31
ἰόντων δ I. 8.41
ἔραται δέ Pae. 6.58
ἐπεύχομαι δ' Πα. 7B. 15. πεφόρητο δ' Πα. 7B. 49.ἐνέθηκε δὲ Pae. 8.82
ἔειπε δὲ[ Πα. 8A. 23.κατακρίθης δὲ Pae. 16.5
λέγοντι δὲ Δ. 1. 1. τρέχετο δὲ fr. 74. εὕδει δὲ fr. 131b. 3. μαντεύεο, Μοῖσα, προφατεύσω δἐγώ fr. 150. λαβὼν δ fr. 169. 20. λάμπει δὲ fr. 227. 2. κόρῳ δ *O. 1.56ἄνθεμα δὲ O. 2.72
Μοῖσα δ O. 3.4
ξείνων δ O. 4.4
χεῖρες δὲ O. 4.25
βασιλεὺς δ O. 6.47
Οὐρανὸς δ O. 7.38
Ὀρσοτρίαινα δ O. 8.48
πατρὶ δὲ O. 8.70
λαοὶ δ O. 9.46
κείνων δ (δ del. Schr.) O. 9.53τόλμα δὲ O. 9.82
φῶτας δ O. 9.91
μία δ O. 9.106
ἀρχαῖς δὲ O. 10.78
πολλὰ δ O. 12.10
πατρὸς δὲ O. 13.35
κῆλα δὲ P. 1.12
κίων δ P. 1.19
στρωμνὰ δὲ P. 1.28
ἄνδρα δ P. 1.42
χάρμα δ P. 1.59
ἄλλοις δέ P. 2.13
θεῶν δ P. 2.21
εὐναὶ δὲ P. 2.35
βουλαὶ δὲ P. 2.65
ψευδέων δ P. 3.29
δαίμων δ P. 3.34
βάματι δ P. 3.43
Διὸς δ P. 3.95
ἐσθὰς δ P. 4.79
φὴρ δέ P. 4.119
δράκοντος δὲ P. 4.244
πολλοῖσι δ P. 4.248
θεράπων δέ οἱ P. 4.287
σοφοὶ δέ τοι P. 5.12
νόῳ δὲ P. 6.47
Μεγάροις δ P. 8.78
“ φόβῳ δ” P. 9.32θαλάμῳ δὲ P. 9.68
ἀρεταὶ δ P. 9.76
πατρὸς δ P. 10.2
ἅρμα δ N. 1.7
ἀρχαὶ δὲ N. 1.8
Ἀχάρναι δὲ N. 2.16
διψῇ δὲ N. 3.6
Λαομέδοντα δ N. 3.36
σώματα δ N. 3.47
βοὰ δὲ N. 3.67
ῥῆμα δ N. 4.6
ἴυγγι δ N. 4.35
Θεανδρίδαισι δ N. 4.73
ὕμνος δὲ N. 4.83
πότμος δὲ N. 5.40
ἔργοις δὲ N. 7.14
σοφοὶ δὲ N. 7.20
σοφία δὲ N. 7.23
φυᾷ δ N. 7.54
Διὸς δὲ N. 7.80
βασιλῆα δὲ N. 7.82
παίδων δὲ παῖδες N. 7.100
χρεῖαι δ N. 8.42
ἀρχοὶ δὲ N. 9.14
Ἰσμηνοῦ δ N. 9.22
παῦροι δὲ N. 9.37
ἡσυχία δὲ N. 9.48
Σικυωνόθε δ N. 10.43
Κάστορος δ N. 10.49
“ παῦροι δ” N. 10.78Ζεὺς δ N. 10.79
λύρα δὲ N. 11.7
ἄνδρα δ N. 11.11
προμαθείας δ N. 11.46
μελέταν δ I. 5.28
Λάμπων δὲ I. 6.66
γλῶσσα δ I. 6.72
ἐπέων δὲ I. 8.46
Αἰολίδαν δὲ fr. 5.Παιὰν δὲ Πα. 2. 3,, 1. κείνοις δ' Pae. 2.68
τέρας δ Pae. 4.39
ἤτορι δὲ Pae. 6.12
Ἰλίου δὲ Pae. 6.81
ἀμφιπόλοις δὲ Pae. 6.117
ὑδάτεσσι δ Pae. 6.134
γνώμας δ Pae. 14.39
Ὀλυμ]πόθεν δέ Δ.. 3. πέτραι δ Δ... ἁνδρὸς δ Παρθ. 2. 3. ἀσκὸς δ fr. 104b. 4. πολλὰ δ fr. 111. 2. ὀδμὰ δ' Θρ... πυρὶ δ fr. 168. 3.ἑπτὰ δ O. 6.15
μελίφθογγοι δ O. 6.21
κυρίῳ δ O. 6.32
τερπνᾶς δέπεὶ O. 6.57
ἁδύλογοι δὲ O. 6.96
ἀγαθαὶ δὲ O. 6.100
ἐμῶν δ O. 6.105
τοῦτο δ O. 7.25
πολλαὶ δ O. 8.13
ἐσλὰ δ O. 8.84
ὀξείας δὲ O. 8.85
πτερόεντα δ O. 9.11
ἀγαθοὶ δὲ O. 9.28
ἄλλαι δὲ O. 9.86
ταύτᾳ δὲ O. 10.51
ἀφθόνητος δ O. 11.7
ἄμαχον δὲ O. 13.13
δύο δ O. 13.32
κελαινῶπιν δ P. 1.7
ναυσιφορήτοις δ P. 1.33
ἀψευδεῖ δὲ P. 1.86
εὐανθεῖ δ P. 1.89
πολλὰν δ P. 3.36
αἴθων δὲ P. 3.58
εἴκοσι δ P. 4.104
“ Κρονίδᾳ δὲ” P. 4.115 “ τρίταισιν δ” P. 4.143 ταχέες δ (δ del. Boeckh) P. 4.179χαλκέαις δ P. 4.226
ὀρθὰς δ P. 4.227
μεγάλαν δ P. 5.98
γλυκεῖα δὲ P. 6.82
νέᾳ δ P. 7.18
τέτρασι δ P. 8.81
ὠκεῖα δ P. 9.67
χρυσοστεφάνου δὲ P. 9.109
Ἰσμήνιον δ P. 11.6
κακολόγοι δὲ P. 11.28
ξυναῖσι δ (om. Tricl.) P. 11.54μεγάλων δ N. 1.11
ἁδυμελεῖ δ N. 2.25
χαρίεντα δ N. 3.12
καματωδέων δὲ *N. 3.17ποτίφορον δὲ N. 3.31
συγγενεῖ δέ N. 3.40
ξανθὸς δ N. 3.43
κραγέται δὲ N. 3.82
τυφλὸν δ N. 7.23
ποτίφορος δ N. 7.63
ἀγαπατὰ δὲ N. 8.4
μέγιστον δ N. 8.25
χρυσέων δ N. 8.27
κενεᾶν δ N. 8.45
θεσπεσία δ *N. 9.7κρέσσων δὲ N. 9.15
ἀργυρέαισι δὲ N. 9.51
ὕπατον δ N. 10.32
λαιψηροῖς δὲ N. 10.63
“ τόνδε δ” N. 10.80ἀπροσίκτων δ N. 11.48
μυρίαι δ I. 6.22
ἁδεῖα δ I. 6.50
ἀμνάμονες δὲ I. 7.17
θνατᾶς δ fr. 61. 5. σειρῆνα δὲ Παρθ. 2. 13. πιοστὰ δ' Παρθ. 2. 3. ἀκλεὴς δ (om. codd.: supp. Boeckh) fr. 105b. 3.εἰ δὲ O. 2.56
, O. 6.77, O. 8.54οἷον δ O. 9.89
εἰ δὲ O. 11.2
, O. 13.105, P. 3.110ὅσσα δὲ N. 2.17
εἰ δ N. 4.13
, N. 7.11, N. 7.86, N. 7.89, I. 1.41, I. 5.22τὰ δ N. 4.91
οἷοι δ I. 9.6
εἰ δέ τις Pae. 2.31
οἷσι δὲ (Boeckh: γὰρ ἂν codd.) fr. 133. 1.ἐμὲ δὲ O. 1.100
τὶν δὲ O. 5.7
ὔμμιν δὲ O. 13.14
τὺ δὲ P. 2.57
τὶν δὲ P. 4.275
σὲ δ P. 5.14
σεῦ δ N. 1.26
ἐγὼ δὲ N. 3.11
τὺ δ N. 5.41
ἐγὼ δ I. 6.16
τὺ δέ I. 7.31
τὶν δὲ Pae. 3.13
ἐμοὶ δ' Pae. 4.52
ὁ δ O. 7.10
τὰ δ O. 13.101
O. 13.106 ὁδὲ P. 1.8
οἱ δ P. 4.133
τῶν δ P. 4.277
τὸν δὲ P. 9.38
ὁ δὲ P.9.107. “ ταὶδ” P. 9.62τὰ δ N. 9.42
τοὶ δ N. 10.66
, I. 8.45 ἁ δὲ fr. 130. 6.τὸ δὲ O. 1.93
, O. 2.51αἱ δὲ O. 7.30
τὸ δὲ O. 10.55
ὁ δὲ P. 1.35
τὸ δὲ P. 1.99
τὸν δὲ P. 2.40
P. 3.108ἁ δὲ P. 3.114
τὸν δὲ P. 4.184
ὁ δ P. 5.60
τὸ δ P. 5.85
ὁ δὲ P. 9.78
τῶν δ P. 10.19
αἱ δὲ N. 4.2
ὁ δὲ N. 7.67
τὸ δὲ I. 7.47
τὰ]ν δὲ Pae. 1.9
ὁ δὲ Pae. 2.66
τὸ δὲ Pae. 4.32
ἐν δὲ O. 7.5
, O. 7.43ἄτερ δ O. 9.44
ἐν δὲ O. 13.22
, O. 13.40σὺν δ P. 1.51
ἐν δ P. 2.41
ἐκ δ P. 2.46
“ ἐν δὲ” P. 4.88ἐς δ P. 4.188
σὺν δ P. 4.221
ἐν δὲ P. 4.291
σὺν δ P. 9.115
ἐν δ P. 10.71
ἐκ δὲ N. 10.44
ἂν δ fr. 33d. 7, fr. 119. 1. σὺν δ fr. 122. 9. πρὸς δ fr. 123. 6.οὕτω δὲ O. 2.35
ἠυ δὲ O. 5.16
ἄλλοτε δ O. 7.11
ἀπάτερθε δ O. 7.74
μάλα δὲ O. 10.87
νῦν δ O. 13.104
οὕτω δ P. 1.56
εὖ δ P. 1.99
ἁμᾶ δ P. 3.36
τάχα δ P. 4.83
αἶψα δ P. 4.133
ἀκᾷ δ P. 4.156
τάχα δὲ P. 4.171
ἄτερθε δὲ P. 5.96
οὕτω δὲ P. 8.93
“ νῦν δ” P. 9.55οὕτω δ P. 9.117
ταχὺ δ P. 10.51
θαμὰ δ N. 1.22
μάλα δ N. 7.10
ἅμα δ fr. 74. ἔνθεν δὲ fr. 119. 2. ταχέως δ fr. 169. 24.b in enumeration, narration, simm. ὁ δ' ἐμὲ δ κράτει δὲ — O. 1.73—8. ἔργα δὲ ἦν δὲ δαέντι δὲ καὶ φαντὶ δ', ἁλμυροῖς δ, ἀπεόντος δ —. O. 7.52—8. γλαυκοὶ δὲ, οἱ δύο μὲν, αὖθι δ'. εἷς δ ἔννεπε δ — O. 8.37—41. ἔχεν δὲ, μάτρωος δὲ. πόλιν δ'. ἀφίκοντο δὲ. υἱὸν δὲ — O. 9.61—9. τὰ δὲ. σύνδικος δ'. τὸ δὲ. πολλοὶ δὲ. ἄνευ δὲ — O. 9.94—103. τράπε δὲ. πύκτας δ'. θάξαις δὲ. ἄπονον δ. ἀγῶνα δ, πέφνε δ. λόχμαισι δὲ — O. 10.15—30. ἀνὰ δ'. παρκείμενον δὲ. ἐνυπνίῳ δ. τελεῖ δὲ. ἀναβαὶς δ. σὺν δὲ — O. 13.72—87. “δώδεκα δὲ. τουτάκι δ'. φιλίων δ. φάτο δ. γίνωσκε δ. ἂν δ —” P. 4.25—34. ἐσσύμενοι δ'. τῶν δ. πραὺν δ — P. 4.135—6. ἐπεὶ δ'. ἐκ νεφέων δὲ. λαμπραὶ δ. ἀμπνοὰν δ. κάρυξε δ. εἰρεσία δ. σὺν Νότου δ. φοίνισσα δὲ. ἐς δὲ κίνδυνον — P. 4.191—207. πῦρ δὲ. σπασσάμενος δ'. ἴυξεν δ. πρὸς δ. αὐτίκα δ. ἔλπετο δ — P. 4.233—43. ὁ δ'. Μεσσανίου δὲ. χαμαιπετὲς δ. αὐτοῦ μένων δ — P. 6.33—8. κέρδος δὲ. βία δὲ. δμᾶθεν δὲ. ἔπεσε. τελέαν δ — P. 8.13—24. Μοῖσα δ'. παντᾷ δὲ. νόσοι δ. πόνων δὲ. θρασείᾳ δὲ. ἁγεῖτο δ — P. 10.37—45. ἔσταν δ'. λέλογχε δὲ. τέχναι δ. χρὴ δ — N. 1.19—25. ταχὺ δὲ. ἐν χερὶ δ'. ἔστα δὲ. παλίγγλωσσον δέ. γείτονα δ. ὁ δέ — N. 1.51—61. ἐν δ'. Θέτις δὲ. Νεοπτόλεμος δ. Παλίου δὲ. τὰ Δαιδάλου δὲ. ἄλαλκε δὲ. πῦρ δὲ. εἶδεν δ — N. 4.49—66. πρόφρων δὲ. ἐν δὲ. αἱ δὲ. ψεύσταν δὲ. τὸ δ'. τοῖο δ. εὐθὺς δ. ὁ δ — N. 5.22—34. ὁ δ' Μολοσσίᾳ δ. ᾤχετο δὲ. βάρυνθεν δὲ. ἐχρῆν δέ — N. 7.36—44. νεαρὰ δ'. ὄψον δὲ. ἅπτεται δ. χειρόνεσσι δ —. N. 8.20—2. πατρὶ δ — (Heyne: τ codd.) θρέψε δ'. ὁ δ — N. 10.12—3. Ζεὺς δ'. ἅμα δ. χαλεπὰ δ. ταχέως δ — N. 10.71—3. Ζεῦ, μεγάλαι δ'. ζώει δὲ. πλαγίαις δὲ. εὐκλέων δ. ἔστι δὲ. τὰ δὲ. ἀνδρῶν δ — I. 3.4—13. εἷλε δὲ. πέφνεν δὲ, σφετέρας δ — I. 6.31—3. ἐν δὲ, ἄγγελλε δὲ. νῦν δαὖ Πα. 2.. νέφεσσι δ'. περὶ δ. ἐπεὶ δ Πα... ἔλαμψαν δ. τελέσαι δ. ἐφθέγξαντο δ Πα. 12. 1. ῥίμφα δ. ὁ δὲ. ἐμὲ δ — N. 2.19—23. τιμαὶ δὲ. παντὶ δ'. ὁ δὲ. φιλέων δ Παρθ. 1.. πολλὰ δ. τέλος δ. αἰὼν δὲ — fr. 111. 2—5. ἐν δ', παρὰ ναῦν δὲ. κάπρῳ δὲ — fr. 234. 2. connecting imperatives. δίδοι φωνάν, ἀνὰ δἱστία τεῖνον, πύκταν τέ νιν καὶ παγκρατίου φθέγξαι ἑλεῖν — ἀρετάν, προθύροισιν δΑἰακοῦ ἀνθέων ποιάεντα φέρε στεφανώματα (Wil.: φέρειν codd.) N. 5.51—4.c connecting subordinate clauses.ὅτε σύτο, κράτει δὲ προσέμειξε O. 1.22
φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται, ἐν δὲ θῆκε O. 7.5
ἁνίκ' ἤρειδε Ποσειδάν, ἤρειδε δέ μιν (Hermann: τε codd.) O. 9.31 ἔλπομαι μὴ βαλεῖν ἔξω, μακρὰ δὲ ῥίψαις ἀμεύσασθ' ἀντίους *P. 1.45ἀλλ' ἐπεὶ τείχει θέσαν, σέλας δ ἀμφέδραμεν P. 3.39
ὁπόθ' Ἁρμονίαν γᾶμεν βοῶπιν, ὁ δὲ Νηρέος εὐβούλου Θέτιν παῖδα P. 3.92
ὄφρα ἀφέλοιτ' αἰδῶ, ποθεινὰ δ Ἑλλὰς δονέοι P. 4.218
εἰ γάρ τις ἐξερείψειεν αἰσχύνοι δὲ P. 4.264
διαγγέλοισ, ὅτι νίκη ἐκ δὲ Κρόνου Αἰακίδας ἐγέραιρεν N. 5.7
εἰ δὲ μάρνασαι, πάντων δὲ νοεῖς ἀποδάσσασθαι ἴσον N. 10.86
εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον ἄλλοισι δἐμπίπτων γελᾷ I. 1.68
ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων, ἕλον δ Ἀμύκλας I. 7.14
τέρας, ἅν τε βροτοὶ Δᾶλον κικλῄσκοισιν, μάκαρες δἐν Ὀλύμπῳ χθονὸς ἄστρον fr. 33c. 5. ἁνίκ' οἴχονται μέριμναι πελάγει δ ἐν πολυχρύσοιο πλούτου πάντες ἴσᾳ νέομεν fr. 124. 6.d connecting parts of sentences.ἴσαις δὲ νύκτεσσιν αἰεί, ἴσαις δ' ἁμέραις O. 2.62
μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ λαβεῖν, τῶν δὲ μόχθων ἀμπνοὰν O. 8.7
ἐρέω ταύταν χάριν, τὰν δ' ἔπειτ O. 8.58
Ἄργει τ' ἔσχεθε κῦδος ἀνδρῶν παῖς δ ἐν Ἀθάναις O. 9.88
πόλλἄνω, τὰ δαὖ κάτω O. 12.6
οἶκον ἥμερον ἀστοῖς ξένοισι δὲ θεράποντα (v. 1. τε) O. 13.3ἐν Ἀθάναισι τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις, Ἑλλώτια δ ἑπτάκις O. 13.40
Ζηνὸς υἱοὶ τρεῖς δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες P. 4.172
κεῖνος γὰρ ἐν παισὶν νέος, ἐν δὲ βουλαῖς πρέσβυς P. 4.282
βουσὶν εἰρήναν παρέχοισα πατρῴαις, τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν ὕπνον ἀναλίσκοισα P. 9.23
“θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον, Ζῆνα καὶ ἁγνὸν Ἀπόλλων' Ἀγρέα καὶ Νόμιον, τοῖς δ Ἀρισταῖον καλεῖν” P. 9.65ἑξέτης τὸ πρῶτον, ὅλον δ' ἔπειτ ἂν χρόνον N. 3.49
πεντάκις Ἰσθμοῖ στεφανωσάμενος Νεμέᾳ δὲ τρεῖς N. 6.20
χρυσὸν εὔχονται, πεδίον δ' ἕτεροι ἀπέραντον N. 8.37
αἰνέων αἰνητά, μομφὰν δ' ἐπισπείρων ἀλιτροῖς N. 8.39
μορφὰν βραχύς, ψυχὰν δ' ἄκαμπτος, προσπαλαίσων ἦλθ ἀνὴρ I. 4.53
τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισ ἀρετά, Φυλακίδα, κεῖται, Νεμέᾳ δὲ καὶ ἀμφοῖν Πυθέᾳ τε, παγκρατίου I. 5.18
ἄραντο γὰρ νίκας τρεῖς ἀπ' Ἰσθμοῦ τὰς δ ἀπ εὐφύλλου Νεμέας I. 6.61
εἴπερ τριῶν Ἰσθμ(οῖ), Νεμλτ;έγτ;αλτ;ι δγτ;ὲ δυ[οῖν (supp. Lobel e Σ.) fr. 6a. h. ὃς ἀνα[ίνετο] αὐταρχεῖν, πολίων δ' ἑκατὸν πεδεχεῖν Πα. 4. 37, similarly, connecting subordinate infinitives, O. 13.80, N. 7.46, N. 9.31 νίκαις, αἷς ἐν ἀιόνεσσιν Ὀγχη[στοῦ κλυ]τᾶς, ταῖς δὲ ναὸν Ἰτωνίας [] ἐκόσμηθεν Παρθ. 2.. θεῷ δὲ δύνατον ὄρσαι φάος, κελαινεφέι δὲ σκότει καλύψαι fr. 108b. 3. irregularly coordinating:τόλμᾳ γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων ἐν πόνῳ, μῆτιν δ' ἀλώπηξ I. 4.65
e in anaphora.ἴσαις δὲ, ἴσαις δ O. 2.62
ἤρειδε Ποσειδάν, ἤρειδεν δὲ (Hermann: τε codd.) O. 9.32πέφνε Κτέατον ἀμύμονα, πέφνε δ' Εὔρυτον O. 10.28
ἔστιν. ἔστιν δ O. 11.2
ἐν δὲ Μοῖσ' ἁδύπνοος, ἐν δ Ἄρης ἀνθεῖ O. 13.22
τίς γὰρ ἀρχὰ, τίς δὲ κίνδυνος P. 4.71
τὺ γὰρ. τὺ δ P. 8.8
τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξένων P. 9.108
cf.πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ P. 9.123
—5.Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἶμα, σέο δ' ἀγών N. 3.65
—μαχατὰν αἰνέων Μελέαγρον, αἰνέων δὲ καὶ Ἕκτορα I. 7.32
χρὴ δ'. χρὴ δ I. 8.15
κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα I. 9.1
“ἔα, φρήν, κυπάρισσον, ἔα δὲ νομὸν Περιδάιον Pae. 4.51
cf. Πα.. 23. ἐν δὲ. ἐν δὲ. ἐν δ' Δ. 2. 10—15.f introducing parenthesis.ὁ δ' ἐπαντέλλων χρόνος τοῦτο πράσσων μὴ κάμοι O. 8.28
ἷκεν δὲ Μιδέαθενστρατὸν ἐλαύνων O. 10.66
ἄγει δὲ χάρις P. 2.17
χόλος δ' οὐκ ἀλίθιος γίνεται παίδων Διός P. 3.11
“ αἰσίαν δ” P. 4.23μόλεν Δανάας ποτὲ παῖς, ἁγεῖτο δ' Ἀθάνα, ἐς ἀνδρῶν μακάρων ὅμιλον P. 10.45
ἐκ δὲ τελευτάσει νιν ἤτοι σάμερον δαίμων, τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτόν, ἀλλ' ἔσται (Tricl.: γε codd.) P. 12.30ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη, ἑπτὰ δ' ἐν Νεμέᾳ, τὰ δ οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ, Διὸς ἀγῶνι N. 2.23
κιρναμένα δ' ἔερσ ἀμφέπει N. 3.78
ἐν Πυθίοισι δὲ δαπέδοις κεῖται N. 7.34
γαστρὶ δὲ πᾶς τις ἀμύνων λιμὸν αἰανῆ τέταται I. 1.49
χρὴ δὲ πᾶν ἔρδοντ' ἀμαυρῶσαι τὸν ἐχθρόν I. 4.48
ga introducing question. θανεῖν δ' οἶσιν ἀνάγκα, τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἕψοι μάταν; O. 1.82 εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, τίνα κεν φύγοι ὕμνον; O. 6.4 κέρδει δὲ τί μάλα τοῦτο κερδάλεον τελέθει; P. 2.78 τίς δὲ κίνδυνος; P. 4.71 τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; P. 8.95 “τίς νιν ἀνθρώπων τέκεν; ποίας δ' ἀποσπασθεῖσα φύτλας” P. 9.33 “ κούρας δ' ὁπόθεν γενεὰν ἐξερωτᾷς;” P. 9.43πολέμοιο δὲ σᾶμα φέρεις τινός; Pae. 9.13
II following questions.τίς βασιλέα δίδυμον ἐπέθηκ; ἐν δὲ Μοῖσ' ἁδύπνοος O. 13.22
“ποίας δ' ἀποσπασθεῖσα φύτλας ; γεύεται δ ἀλκᾶς” P. 9.35ἔννυχοι πάραγον κοῖται; τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀμπλάκιον P. 11.25
III in questions, varied with asyndeton. τίνα θεόν, τίν' ἥρωα, τίνα δ ἄνδρα κελαδήσομεν; O. 2.2 cf.βασιλεύς, πραὺς ἀστοῖς, οὐ φθονέων ἀγαθοῖς, ξείνοις δὲ θαυμαστὸς πατήρ P. 3.71
h where δέ replaces an expected γάρ. χαλκέοισι δἐν ἔντεσι (ἀντὶ τοῦ γάρ. Σ.) O. 4.22 ἐκ Λυκίας δὲ (ἀντὶ τοῦ γάρ. Σ.) O. 13.60Πυθιάδος δ P. 1.32
ἔστι δὲ P. 3.21
βαρὺ δέ σφιν νεῖκος N. 6.50
φλέγεται δ N. 10.2
ἐκ δὲ N. 11.19
The Σ also comment ἀντὶτοῦ γάρ: O. 2.58, O. 6.3, P. 3.12, but δέ often contains a notion of explanation.i introducing an appositive phrase. ἀφίκοντο δέ οἱ ξένοιἕκ τ' Ἄργεος, ἔκ τε Θηβᾶν, οἱ δ Ἀρκάδες οἱ δὲ καὶ Πισᾶται O. 9.68
3 apodotic. εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος, νῦν δὲ Θήρων ἅπτεται Ἡρακλέος σταλᾶν (v. 1. γε) O. 3.43 [δ codd.: del. Er. Schmid sec.Σ. P. 11.56
]4 where δέ does not occupy second position in the sentence.I following a vocative.υἱὲ Ταντάλου, σὲ δ O. 1.36
Ἁγησία, τὶν δ O. 6.12
δέσποτα ποντόμεδον, εὐθὺν δὲ πλόον O. 6.103
Τιμόσθενες, ὔμμε δὲ O. 8.15
Ζεῦ τέλεἰ, αἰεὶ δὲ P. 1.67
ὦ μάκαρ υἱὲ Πολυμνάστου, σὲ δ P. 4.59
Ἀλεξιβιάδα, σὲ δ P. 5.45
ὦναξ, ἑκόντι δ' εὔχομαι νόῳ P. 8.67
Ἄπολλον, γλυκὺ δ P. 10.10
Μοῖσα, τὸ δὲ τεὸν P. 11.41
Ἁγησιδάμου παῖ, σέο δ N. 1.29
ὦ Τιμόδημε, σὲ δ N. 2.14
Θεαρίων, τὶν δ N. 7.58
ὦ μάκαρ, τὶν δ N. 7.95
ὦ Μέγα, τὸ δ N. 8.44
Ζεῦ, μεγάλαι δ I. 3.4
II following a prep.πρὸς εὐάνθεμον δ' ὅτε φυὰν O. 1.67
ἐπ' ἄλλοισι δ ἄλλοι (ἐπ om. codd.: supp. byz.: alia alii) O. 1.113πρὸς Πιτάναν δὲ O. 6.28
περὶ θνατῶν δ O. 6.50
ἀν' ἵπποισι δὲ O. 10.69
ἐκ θεοῦ δ O. 11.10
ἐξ ὀνείρου δ O. 13.66
ἀντὶ δελφίνων δ P. 4.17
ἐν δαιτὸς δὲ μοίρᾳ P. 4.127
ἐξ Ἀπόλλωνος δὲ P. 4.17
b.ἐκ νεφέων δὲ P. 4.197
σὺν Νότου δ' αὔραις P. 4.303
ἐς φᾶσιν δ P. 4.211
ἀνὰ βωλακίας δ P. 4.228
κατὰ λαύρας δ P. 8.86
ἐν χερὶ δ N. 1.52
ἐκ μιᾶς δὲ N. 6.1
σὺν θεοῦ δὲ τύχᾳ N. 6.24
ἐκ πόνων δ N. 9.44
ἐν λόγοις δ N. 11.17
ἐν σχερῷ δ N. 11.39
ἐν Κρίσᾳ δ I. 2.18
σὺν Ὀρσέᾳ δέ I. 4.72
σὺν Χάρισιν δ I. 5.21
ἐκ μεγάλων δὲ πενθέων I. 8.6
“ ἐν διχομηνίδεσσιν δὲ ἑσπέραις” *I. 8.44σὺν θεῶν δέ νιν αἴσᾳ I. 9.1
ἐν χρόνῳ δ fr. 33b. ἐν ἔργμασιν δὲ fr. 38.πρὸ πόνων δὲ Pae. 6.90
III following article with adj., part., prep., simm.ὁ μέγας δὲ κίνδυνος O. 1.81
ὁ νικῶν δ O. 1.97
τὸ πόρσω δ O. 3.44
τὸ διδάξασθαι δέ τοι O. 8.59
αἱ δύο δἀμπλακίαι P. 2.30
τὸ πλουτεῖν δὲ P. 2.56
ἐν πάντα δὲ νόμον P. 2.86
ὁ Βάττου δ P. 5.55
τὰ μακρὰ δ N. 4.33
τᾷ Δαιδάλου δὲ (τε coni. Schr.) N. 4.59 ταὐτὰ δὲ *N. 7.104ὁ πονήσαις δὲ I. 1.40
Πρωτεσίλα, τὸ τεὸν δὲ I. 1.58
ὁ κινητὴρ δὲ γᾶς I. 4.19
τὰν Ψαλυχιαδᾶν δὲ πάτραν I. 6.63
τὰ μακρὰ δ' εἴ τις I. 7.43
τῷ παρέοντι δ fr. 43. 4. ὁ ζαμενὴς δ' ὁ χοροιτύπος fr. 156. ἁ Μειδύλου δ fr. 190.IV following two emphatically connected words. φιλεῖ δὲ, μάλα φιλεῖ δὲ (post μάλα distinxerunt codd.: corr. Bergk) O. 2.27 αὐτοῦ μένων δ' ὁ θεῖος ἀνὴρ (post αὐτοῦ distinxerunt codd.: corr. Heyne: δ del. Bergk) P. 6.38 τῶν νῦν δὲ (byz.: τῶν δὲ νῦν codd.) P. 6.43 < οὐ πενθέων δ> (supp. Blass e Plutarcho) Πα... νηλεεῖ νοῷ δ fr. 177e.V for metrical convenience? παῖδ' ἐρατὸν δ Ἀρχεστράτου (δ supp. Mosch.: om. codd.) O. 10.995 beginning fragments, where its value is obscure. fr. 2. 1, fr. 6. a. d, fr. 33a. 3, fr. 44, Πα. 2. 3,, Πα. 7B. 14, Πα. 12., Πα. 13a. 18, Πα. 13c. 5, Πα. 1. 31, 3, Πα. 1., Πα. 2. 1, Πα. 21. 1, Πα. 21. 21, fr. 60a. 3, fr. 81, Δ.. 1, Δ. 4. 46, fr. 74, fr. 108a. 1, b. 1, fr. 110, fr. 121, fr. 124c, fr. 177f, fr. 179, fr. 185, fr. 215. 2, fr. 215b. 4, fr. 219, 227, 233, 236, 237, 260. 2, 5, Θρ.. 2, Θρ. 6. 7, fr. 131a, fr. 135, fr. 153, fr. 166. 1, fr. 169. 49, fr. 177c. -
18 διαβολία
-
19 Ἕκτωρ
1ὃς Ἕκτορα σφᾶλε, Τροίας ἄμαχον ἀστραβῆ κίονα O. 2.81
ἐν Τροίᾳ μὲν Ἕκτωρ Αἴαντος ἄκουσεν N. 2.14
λέγεται μὰν Ἕκτορι μὲν κλέος ἀνθῆσαι Σκαμάνδρου χεύμασιν ἀγχοῦ N. 9.39
τίνες Κύκνον, τίνες Ἕκτορα πέφνον; I. 5.39μαχατὰν αἰνέων Μελέαγρον, αἰνέων δὲ καὶ Ἕκτορα Ἀμφιάρηόν τε I. 7.32
Τροίας ἶνας ἐκταμὼν δορί Μέμνονός τε βίαν ὑπέρθυμον Ἕκτορά τ' ἄλλους τ ἀριστέας (sc. Ἀχιλλεύς) I. 8.55 ]Ἕκτορι χαλ[κ Δ. 4a. 3. -
20 ἦθος
a nature, characterτὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ ἐρίβομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος O. 11.20
ἄμαχον δὲ κρύψαι τὸ συγγενὲς ἦθος O. 13.13
εἴη μή ποτέ μοι τοιοῦτον ἦθος N. 8.35
b haunt, home Λακεδαιμονίων μιχθέντες ἀνδρῶν ἤθεσι (Boeckh: ἤθεσιν codd.: contra Puech, “partager la vie”) P. 4.258
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἅμαχον — ἄμαχον , ἄμαχος without battle masc/fem acc sg ἄμαχον , ἄμαχος without battle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμαχον — ἄμαχος without battle masc/fem acc sg ἄμαχος without battle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμαχος — η, ο (Α ἄμαχος, ον) 1. αυτός που δεν παίρνει ή δεν πήρε μέρος σε μάχη ή σε πόλεμο 2. ο μη επιρρεπής προς τη μάχη, φιλειρηνικός, απόλεμος 3. ο μη μάχιμος αρχ. 1. (για πρόσωπα) ακαταμάχητος, ακαταγώνιστος, αήττητος 2. (για τόπους ή τοποθεσίες)… … Dictionary of Greek
непобѣдимыи — (60) пр. Непобедимый, неодолимый: романе и давыде. воина || христова непобѣдима˫а Стих 1156–1163, 103–103 об.; силою обложи непобѣдимою ПНЧ 1296, 128; вѣдѣ и пѹчинѹ чл҃вколюби˫а твоѥго ˫ако неизмѣрена и непобѣдима. СбЯр XIII, 48; Титъ же,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
несварьливъ — (2*) пр. Не склонный к ссорам, миролюбивый: подобаѥ же ѥп(с)пѹ не порочьнѹ быти... а кроткѹ. несварливѹ несребролюбивѹ. (ἄμαχον) ПНЧ XIV, 93г; какому лѣпо быти еп(с)пу... не на(пра)снъ. но крото(к). несварливъ. несребролюби(в) (ἄμαχος) ГБ XIV,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ACRABATANUS — Aethiopiae lacus, prope Estamenam aut Astaboram fluv. cuius accolas pepulit σκορπίν πλῆθος ἄμαχον, Scorpionum multitudo inexpugnabilis; ubi perperam Α῎ῤραταν, pro Α᾿κροβαταν῾, ab Aeliano vocaril Hist. l. 17. c. 40. censet Bochart. Acrabatan enim… … Hofmann J. Lexicon universale
ARRHATA — lacus Africae apud Rhizophagos, Aelian. qui nunc lacus Monachorum, teste Liviô Sanulô, nominatur. Prope Estamenam est, aut Astaboram fluv. cuius accolas pepulit σκορπίων πλῆςθος ἄμαχον, scorpionum multitudo inexpugnabilis, apud Aelian. Histor. l … Hofmann J. Lexicon universale
κατηλογώ — κατηλογῶ, έω (Α) αμελώ, περιφρονώ, καταφρονώ («κατηλόγησε τοῡτο ὡς ἐὸν ἄμαχόν τε καὶ ἀπότομον», Ηρόδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀλογῶ «αμελώ, περιφρονώ». Το η τού κατηλογῶ είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
πράγμα — το / πρᾱγμα, ΝΜΑ, και πράμα Ν, και ιων. τ. πρῆχμα και πρῆγμα, Α 1. (σε αντιδιαστολή προς τα πλάσματα τής φαντασίας ή τις λογικές έννοιες) καθετί που υπάρχει, καθετί που έχει αντικειμενική υπόσταση και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις 2. (σε… … Dictionary of Greek